- ακόμπιαστος
- düğümsüz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ακόμπιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει δεμένους κόμπους: Το καλό νήμα πρέπει να ναι ακόμπιαστο. 2. αυτός που δεν κομπιάζει, δε δυσκολεύεται όταν πίνει: Ήπιε ακόμπιαστος το πιοτό του. 3. αυτός που δε δυσκολεύεται όταν μιλά: Είπε το μάθημά του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακόμπιαστος — η, ο [κομπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει κόμπους ή δεν είναι δεμένος σε κόμπους 2. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την κατάποση 3. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την ομιλία 4. επίρρ. ακόμπιαστα χωρίς δυσκολία κατά την κατάποση ή την ομιλία … Dictionary of Greek